υπεκμίσθωση

υπεκμίσθωση
η, Ν
υπενοικίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + εκμίσθωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεκμίσθωσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπεκμίσθωση — η η υπενοικίαση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”